κατηγορητήριο

κατηγορητήριο
το
1. η κατά την έναρξη τής δίκης έγγραφή ή και προφορική διατύπωση τής κατηγορίας εναντίον τού κατηγορουμένου
2. το δικονομικό έγγραφο που περιέχει την πράξη η οποία αποδίδεται στον δράστη, με αποφάσεις τών αρμόδιων συμβουλίων πλημμελειοδικών ή εφετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορώ + κατάλ. -τήριο (πρβλ. δωρη-τήριο, πωλη-τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. κατηγορητήριον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατηγορητήριο — το γραφτή ή προφορική διατύπωση της κατηγορίας εναντίον κάποιου: Δε γράφει τίποτε σοβαρό το κατηγορητήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • λίβελλος — και λίβελος ο (AM λίβελλος) νεοελλ. δυσφημιστικό ή υβριστικό δημοσίευμα με σκοπό την άσκηση πολεμικής εναντίον ορισμένου προσώπου μσν. αρχ. 1. μηνυτήρια αναφορά, κατηγορητήριο 2. ρωμ. δίκ. υπόμνημα παραπόνων ιδιώτη κατά υπαλλήλου τού ρωμαϊκού… …   Dictionary of Greek

  • νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 …   Dictionary of Greek

  • συμπράκτωρ — και ιων. τ. συμπρήκτωρ, ορος, ὁ, θηλ. συμπράκτρια, Α 1. αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε κάτι, βοηθός, συνεργός (α. «συμπράκτωρ ἔργου», Ηρόδ. β. «ἡγεμόνας δοῡναι καὶ συμπράκτορας γενέσθαι», Ξεν.) 2. φρ. α) «συμπράκτωρ τῆς ὁδοῡ»… …   Dictionary of Greek

  • φιλιππικός — Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (711 – 713). Αρμένιος στην καταγωγή, ήταν ο επικεφαλής της επανάστασης που ξέσπασε ενάντια στον Ιουστινιανό B’ τον Ρινότμητο, η οποία μάλιστα υποστηριζόταν από τους Χαζάρους (710). Ο Αρμένιος Βαρδάνης, που αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Βάις, Πέτερ — (Peter Weiss, Βερολίνο 1916 – 1982). Γερμανός λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ζωγράφος. Λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, το 1934 υποχρεώθηκε να φύγει από τη ναζιστική Γερμανία και αφού πέρασε από την Αγγλία και την Πράγα (1936… …   Dictionary of Greek

  • Γαμβέτας, Λέων — (Καόρ 1838 – Βιλ ντ’ Αβρέ 1882). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου νομικού και πολιτικού Λεόν Γκαμπετά (Leon Gambetta). Το 1860 πήρε το πτυχίο της νομικής και το 1868 έγινε διάσημος ως συνήγορος του δημοσιογράφου Ντελεκλίζ, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης ο Χρυσόστομος — (Αντιόχεια 354; – Κόμανα, Πόντος 407).Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (398 404), από τους σημαντικότερους εκκλησιαστικούς ρήτορες όλων των εποχών και ο πολυγραφότερος από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Αν και ορφάνεψε πρόωρα από πατέρα, ανατράφηκε με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”